- εμβολή
- η1. στρατιωτική εισβολή, επιδρομή.2. (ναυτ.), α. το τυχαίο τρακάρισμα πλοίων από κακό χειρισμό, σύγκρουση. β. η πρόσκρουση πολεμικού πλοίου πάνω σε εχθρικό με το έμβολο ή την πλώρη με σκοπό την καταβύθισή του ή και η έφοδος, που ακολουθεί, του πληρώματος του πρώτου για κατάληψη του εχθρικού πλοίου, το ρεσάλτο.3. (ιατρ.), απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από θρόμβο αίματος: Πνευμονική εμβολή.4. (γυμν.), μία από τις κινήσεις της πάλης.5. αυλάκι για το πέρασμα νερού πηγής, η αμπολή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.